- ρουχαλητό
- ρουχαλητό, το και ροχαλητό, τοο ρόγχος που βγαίνει όταν κανείς κοιμάται: Μόλις τον πάρει ο ύπνος, αρχίζει το ρουχαλητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουχαλητό — το Ν βλ. ροχαλητό … Dictionary of Greek
ροχαλητό — και ρουχαλητό, το, Ν θορυβώδης αναπνοή κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροχαλίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό)] … Dictionary of Greek
ρουχάλισμα — το το ρουχαλητό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)